χαλκοειδής

χαλκοειδής
-ές, ΝΜΑ
1. όμοιος με χαλκό
2. (ιδίως) αυτός που έχει το χρώμα τού χαλκού
νεοελλ.
1. το αρσ. ως ουσ. ο χαλκοειδής
ζωολ. γένος υμενόπτερων εντόμων τής οικογένειας χρυσομηλίδες
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) βλ. χαλκοειδή
(αρχ) χαρακτηρισμός τού σφηνοειδούς οστού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)-* + -ειδής*. Ως επιστημον. όρος τής νεοελλ. η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. νεολατ. chalcoides].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χαλκοειδής — like copper masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκοειδῆ — χαλκοειδής like copper neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) χαλκοειδής like copper masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) χαλκοειδής like copper masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκοειδεῖς — χαλκοειδής like copper masc/fem acc pl χαλκοειδής like copper masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκοειδές — χαλκοειδής like copper masc/fem voc sg χαλκοειδής like copper neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… …   Dictionary of Greek

  • χαλκ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. χαλκός και δηλώνει ότι η λ. έχει σχέση, αναφέρεται στον χαλκό (πρβλ. χαλκο ειδής, χαλκο πώλης), ενώ σπανιότερα χρησιμοποιείται και μεταφορικά με την έννοια τού… …   Dictionary of Greek

  • χαλκειώδης — ῶδες, Α [χάλκειος] χαλκοειδής* («χαλκειῶδες φάρμακον», Ζώσ. Αλχ.) …   Dictionary of Greek

  • χαλκολίβανος — ὁ, Α πιθ. χαλκοειδής λίθανος ή, κατ άλλους, ορείχαλκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + λίβανος] …   Dictionary of Greek

  • χαλκοφανής — ές, ΜΑ χαλκοειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + φανής (< φαίνω, φαίνομαι), πρβλ. κρυσταλλο φανής, χρυσο φανής] …   Dictionary of Greek

  • χαλκώδης — ῶδες, Α [χαλκός] χαλκοειδής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”